κονδυλόομαι
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
Pass., swell up, κονδυλοῦνται αἱ στολίδες Aspasia ap.Aët.16.118, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1480] anschwellen, auflaufen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλόομαι: Παθ., ἐξογκοῦμαι, «κονδυλούμεναι· ἀνοιδοῦσαι· καθάπερ ἐπὶ τῶν βρασσομένων ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὑδάτων» Ἡσύχ.