κολοσσοποιός
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ὁ, maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.
German (Pape)
[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.
Greek Monolingual
κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντοποιός, οινοποιός.