κορωνίζω

From LSJ
Revision as of 02:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίζω Medium diacritics: κορωνίζω Low diacritics: κορωνίζω Capitals: ΚΟΡΩΝΙΖΩ
Transliteration A: korōnízō Transliteration B: korōnizō Transliteration C: koronizo Beta Code: korwni/zw

English (LSJ)

bring to completion (cf. κορωνίς 11.2 b), ἓξ δεκάδας κεκορώνικε IPE2.298.9 (Panticapaeum).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίζω: ὃ ἐ. τῇ κορώνῃ ἀγείρω, συλλέγω χρήματα διὰ τῆς κορώνης, λέγεται δὲ ἐπὶ ἀλητῶν περιφερομένων μετὰ κορώνης καὶ ᾀδόντων ᾄσματα πρὸς χρηματολογίαν, (εἰρεσιώνας)· ἐκαλοῦντο δὲ οὗτοι κορωνισταὶ (Πλούτ., Ἡσύχ.)· καὶ ἔχομεν δεῖγμα τῶν κορωνισμάτων αὐτῶν παρ’ Ἀθην. 359 κἑξ.· πρβλ. χελιδονίζω, καὶ ἴδε Fauriel Chants de la Grèce Moderne, 1. σ. cix.

Greek Monolingual

κορωνίζω (Α)
1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω
2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη].