κρεοδόχος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, = κρειοδόκος, Sch.Il.9.206, Hsch.s.v. κρήϊον, EM536.57 (κρεω-).
Greek (Liddell-Scott)
κρεοδόχος: -ον, = κρειοδόκος, Σχολ. Ἰλ. Ι. 206, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κρήϊον, Ἐτυμ. Μέγ. 536. 57· ἴδε κρεω-.
Greek Monolingual
κρεοδόχος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].