κτενιστής

From LSJ
Revision as of 02:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενιστής Medium diacritics: κτενιστής Low diacritics: κτενιστής Capitals: ΚΤΕΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: ktenistḗs Transliteration B: ktenistēs Transliteration C: ktenistis Beta Code: ktenisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.

Greek (Liddell-Scott)

κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.