κυματοβόλος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ον, (βάλλω) throwing up waves, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1530] Wellen werfend, schlagend.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοβόλος: -ον, (βάλλω) ἀναρρίπτων κύματα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κυματοβόλος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνει κύματα, που ξεσπά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, σφαιροβόλος.