κωνόκαρπος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
ὁ, pine-cone, Gloss.
Greek Monolingual
κωνόκαρπος, ὁ (Α)
ο καρπός του πεύκου, το κουκουνάρι.