κυκλόθι
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
Adv. around, A.D.Adv.194.17.
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise ringsum, Ap. Dysc. de adv. p. 607.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόθι: Ἐπίρρ., κύκλῳ, ὁλόγυρα, Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 647. 32· κύκλωθι ἐν Εὐστ. Πονημ. 300. 60.
Greek Monolingual
κυκλόθι (Α)
επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. ακρόθι, υψόθι)].