λευκοχρώματος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον, = λευκόχρως (white-skinned, colourless), Phint. ap. Stob.4.23.61a.
German (Pape)
[Seite 35] = Folgdm, Phintys bei Stob. fl. 74, 61.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοχρώματος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκοχρώματος, -ον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.