κόριψ
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
νεανίσκος, Hsch.; cf. κόρος (B). κορκόδειλος, κορκόδριλλος, κορκοδρίλλιον, v. κροκόδιλος. κορκόδρυα· ὑδρόρυα, Id. κόρκορα, a bird (Perg.), Id. κόρκορος, v. κόρχορος.
Greek Monolingual
κόριψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος σχηματισμός < κόρος + κατάλ. -ιψ].