λωτομήτρα
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἡ, fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.
Greek (Liddell-Scott)
λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.