λογευτής
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
οῦ, ὁ, tax-collector, ib.9.2, al. (iii B. C.), Ostr.318, PTeb.90 (i B. C.), etc.
Greek Monolingual
λογευτής, ὁ (Α) λογεύω
κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, του οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων.