λοφηφόρος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον, crested, of a lark, Babr.88.8.
Greek (Liddell-Scott)
λοφηφόρος: -ον, ἔχων λόφον, Λατιν. cristatus, ἐπὶ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 20. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une crête ou une aigrette.
Étymologie: λόφος, φέρω.
Greek Monolingual
λοφηφόρος, -ον (Α)
(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
λοφηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λοφίο, λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
λοφηφόρος: (о жаворонке) хохлатый Babr.