μελαμψίθιος

From LSJ
Revision as of 03:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμψίθιος Medium diacritics: μελαμψίθιος Low diacritics: μελαμψίθιος Capitals: ΜΕΛΑΜΨΙΘΙΟΣ
Transliteration A: melampsíthios Transliteration B: melampsithios Transliteration C: melampsithios Beta Code: melamyi/qios

English (LSJ)

[ῐθ] (sc. οἶνος), ὁ, wine made from black ψίθιος, Dsc.5.6, Orib.Fr.64.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμψίθιος: ὁ, μέλας ψίθιος οἶνος, ὁ μὲν μέλας, καλούμενος δὲ μελαμψίθιος, παχύς ἐστι καὶ πολύτροφος Διοσκ. 5, 9.

Greek Monolingual

μελαμψίθιος, ὁ (Α)
φρ. «μελαμψίθιος οἶνος» — μαύρος οίνος παρασκευασμένος από ένα είδος αμπέλου, την ψιθία άμπελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ψίθιος «είδος οίνου»].