μεταπειστός
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
όν, open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῑ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.