μετεωρίδιον
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
τό, provisional conveyance of property, PAmh.2.136.12 (iii A.D.), POxy.117.5 (ii/iii A.D.).
Greek Monolingual
μετεωρίδι(ο)ν, τὸ (Α) μετέωρος
(για ιδιοκτησία) προσωρινή μεταβίβαση.