μηδαμόσε
English (LSJ)
Adv. nowhither, μ. ἄλλοσε Pl.R. 499a.
German (Pape)
[Seite 169] nirgends wohin, correl. zu πόσε, ποῖ, μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα, Plat. Rep. VI, 499 a.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμόσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδὲν μέρος, μ. ἄλλοσε Πλάτ. Πολ. 499Α.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
μηδαμόσε (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά («μηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. αυτόσε, ουδαμόσε)].
Greek Monotonic
μηδᾰμόσε: επίρρ., προς το πουθενά, προς κανένα τόπο, μηδαμόσε ἄλλοσε, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μηδᾰμόσε: adv. никуда: μ. ἄλλοσε Plut. никуда больше.
Middle Liddell
nowhither, μ. ἄλλοσε Plat.