μιξάνθρωπος
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ον, half man half brute, Them.Or.23.284a, Lib.Or.59.30.
German (Pape)
[Seite 188] ὁ, mit Menschengestalt gemischt, Halbmensch, Themist. or. 23 p. 284 a.
Greek (Liddell-Scott)
μιξάνθρωπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωπος καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ κτῆνος, Θεμίστ. 284Α, πρβλ. Λιβάν. 3. 282.
Greek Monolingual
μιξάνθρωπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἄνθρωπος.