μιξόμβροτος

From LSJ
Revision as of 04:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόμβροτος Medium diacritics: μιξόμβροτος Low diacritics: μιξόμβροτος Capitals: ΜΙΞΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: mixómbrotos Transliteration B: mixombrotos Transliteration C: miksomvrotos Beta Code: mico/mbrotos

English (LSJ)

ον, for μιξόβροτος, half-human, βοτόν A.Supp. 568 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 189] mit der menschlichen Gestalt gemischt, halb Mensch, βοτὸν ἐςορῶντες δυσχερὲς μιξόμβροτον, Aesch. Suppl. 563.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόμβροτος: -ον, ἀντὶ μιξόβροτος, κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 569.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié homme.
Étymologie: μίγνυμι, *μβροτός > βροτός.

Greek Monolingual

μιξόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- + -μβροτός (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος].

Russian (Dvoretsky)

μιξόμβροτος: наполовину человеческий: μιξόμβροτον βοτόν Aesch. = Ἰώ.