μοναύλιον
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
τό, solo instrument, Posidon.2 J.
German (Pape)
[Seite 201] τό, dim. zu μόναυλος, Posid. b. Ath. IV, 176 b.
Greek (Liddell-Scott)
μοναύλιον: τό, ὄργανον ἐφ’ οὗ παίζεται μονῳδία, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 176C.
Greek Monolingual
μοναύλιον, τὸ (Α) μόναυλος
είδος μουσικού οργάνου με το οποίο παίζεται η μονωδία.