μισοκαλήμερος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ον, curmudgeonly, Donat.ad Ter.Adelph.839, 840.
Greek Monolingual
μισοκαλήμερος, -ον (Α)
1. δύστροπος, ιδιότροπος
2. πλεονέκτης, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + καλήμερος «αυτός που έχει καλές ημέρες, ευτυχής»].