μισοκαλήμερος

From LSJ
Revision as of 04:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοκᾰλήμερος Medium diacritics: μισοκαλήμερος Low diacritics: μισοκαλήμερος Capitals: ΜΙΣΟΚΑΛΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: misokalḗmeros Transliteration B: misokalēmeros Transliteration C: misokalimeros Beta Code: misokalh/meros

English (LSJ)

ον, curmudgeonly, Donat.ad Ter.Adelph.839, 840.

Greek Monolingual

μισοκαλήμερος, -ον (Α)
1. δύστροπος, ιδιότροπος
2. πλεονέκτης, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + καλήμερος «αυτός που έχει καλές ημέρες, ευτυχής»].