μισοκαλήμερος
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
μισοκαλήμερον, curmudgeonly, Donat.ad Ter.Adelph.839, 840.
Greek Monolingual
μισοκαλήμερος, -ον (Α)
1. δύστροπος, ιδιότροπος
2. πλεονέκτης, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + καλήμερος «αυτός που έχει καλές ημέρες, ευτυχής»].