μισοκαλήμερος

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοκᾰλήμερος Medium diacritics: μισοκαλήμερος Low diacritics: μισοκαλήμερος Capitals: ΜΙΣΟΚΑΛΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: misokalḗmeros Transliteration B: misokalēmeros Transliteration C: misokalimeros Beta Code: misokalh/meros

English (LSJ)

μισοκαλήμερον, curmudgeonly, Donat.ad Ter.Adelph.839, 840.

Greek Monolingual

μισοκαλήμερος, -ον (Α)
1. δύστροπος, ιδιότροπος
2. πλεονέκτης, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + καλήμερος «αυτός που έχει καλές ημέρες, ευτυχής»].