μυρώδης
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ες, like unguent, Sch.Luc.Lex.8.
German (Pape)
[Seite 222] ες, salbenartig, Schol. Luc. Lex. 8.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μύρον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 8.
Greek Monolingual
μυρώδης, -ῶδες (ΑΜ) μύρον
μσν.
αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος
αρχ.
όμοιος, περεμφερής με μύρο.