ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: μῠλάριον | Medium diacritics: μυλάριον | Low diacritics: μυλάριον | Capitals: ΜΥΛΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: mylárion | Transliteration B: mylarion | Transliteration C: mylarion | Beta Code: mula/rion |
τό, Dim. of μύλη 1, of a spell used in grinding salt, PMag.Par.1.3087.
μυλάριον, τὸ (Α) μύλη
(για άσμα που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα του άλατος) υποκορ. του μύλη.