νέανδρος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ον: ἀλκῇ ν. in battle a young warrior, Lyc.1345.
German (Pape)
[Seite 234] ἀλκή, die Stärke eines jungen Mannes, Lycophr. 1345.
Greek (Liddell-Scott)
νέανδρος: ον· ἀλκὴ ν., ἡ δύναμις νέου ἀνδρός, νεανίσκου, Λυκόφρ. 1345.
Greek Monolingual
νέανδρος, -ον (Α)
φρ. «νέανδρος ἀλκή» — δύναμη νεαρού άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀνήρ, ἀνδρός (πρβλ. κακό-ανδρος, μεγάλ-ανδρος)].