νεκροκομίζω
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
take care of the dead, Eust.1080.51.
Greek Monolingual
νεκροκομίζω ή νεκροκομῶ, -έω (Α) νεκροκόμος
φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω.