νωχελία
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
Ep. νωχελίη, ἡ, laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65:—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.
Greek Monolingual
νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.
Greek Monotonic
νωχελία: ἡ, Επικ. -ίη, τεμπελιά, οκνηρία, νωθρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νωχελία: ион. νωχελίη ἡ вялость, лень (βραδυτὴς καὶ ν. Hom.).
Middle Liddell
νωχελία, επιξ -ίη, ἡ, [from νωχελής
laziness, sluggishness, Il.