ἐκβιαστικός
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ή, όν, oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).