ἐεισάμην
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
English (LSJ)
ἐείσαο, part. ἐεισάμενος, Ep. aor. of εἴδομαι, v. Εἴδω:— but ἐείσατο, ἐεισάσθην, v. εἴσομαι 11.
German (Pape)
[Seite 717] ep. = εἰσάμην, zu εἶδον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐεισάμην: ἐείσαο, μετοχ. ἐεισάμενος, Ἐπ. ἀόρ. τοῦ εἴδομαι· ἴδε *εἴδω.
Greek Monotonic
ἐεισάμην: -αο, Επικ. αόρ. του εἴδομαι (βλ. εἴδω Α)· μτχ. ἐεισάμενος.