ἐκπρέπεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, excellence, Iamb.VP5.23.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, Vorzüglichkeit, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρέπεια: ἡ, τὸ ἐκπρεπές, τὸ ἔξοχον, λαμπρότης, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. § 23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ excelencia Iambl.VP 23.
Greek Monolingual
ἐκπρέπεια, η (Α)
λαμπρότητα, υπεροχή.