ἐλεγχείη

Revision as of 06:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, reproach, disgrace, Il.22.100,al., A.R.3.1114(pl.), Q.S.1.22.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, Vorwurf, Schimpf; Il. 22, 100; Ap. Rh. 3, 1115.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγχείη: ἡ, ὄνειδος, ὕβρις, ἐλεγχείην ἀναθήσει, «ὀνείδη καὶ λοιδορίας ἐπάξει» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 100, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
reproche infamant, opprobre.
Étymologie: ἔλεγχος¹.

English (Autenrieth)

= ἔλεγχος. ‘Devote to shame,’ ‘cover with shame,’ Il. 22.100, Od. 14.38.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 oprobio, vergüenza, baldón ἐ. δὲ σοὶ αὐτῷ ἔσσεται Il.23.342, ἐ. δὲ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι será una vergüenza que se enteren los venideros, Od.21.255, cf. Q.S.1.501, μοι ... ἐλεγχείην ἀναθήσει Il.22.100.
2 reproche μοι ἐλεγχείην κατέχευας Od.14.38, ἐλεγχείας προφέρειν A.R.3.1115.

Greek Monolingual

ἐλεγχείη, η (Α)
βρισιά, ονειδισμός.

Greek Monotonic

ἐλεγχείη: ἡ, όνειδος, ντροπή, ατιμία, ύβρη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεγχείη:порицание, хула Hom.

Middle Liddell

ἐλεγχείη, ἡ,
reproach, disgrace, Il. [from ἔλεγχος