ἐπίκυκλος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ὁ, Astron., epicycle, Plu.2.1028b, Theo Sm.p.162H., Ptol.Alm.3.3, Iamb.VP6.31 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, der Nebenkreis, in der Astronomie, Plut. de anim. procr. e Tim. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυκλος: ὁ, κύκλος ἐπὶ ἑτέρου κύκλου (παρ’ Ἀστρον.) Πλούτ. 2. 1028Β.
Greek Monolingual
ο (Α ἐπίκυκλος)
αστρον. κύκλος που το κέντρο του βρίσκεται στην περιφέρεια άλλου κύκλου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκυκλος: ὁ астр. эпицикл Plut.