ἐπιδιαπέμπω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
send over besides, D.C.60.20.
German (Pape)
[Seite 937] noch dazu verschicken, Dio Cass. 60, 20.
Greek Monolingual
ἐπιδιαπέμπω (Α)
στέλνω κάτι επί πλέον.