ἐρίσπορος

From LSJ
Revision as of 08:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίσπορος Medium diacritics: ἐρίσπορος Low diacritics: ερίσπορος Capitals: ΕΡΙΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: erísporos Transliteration B: erisporos Transliteration C: erisporos Beta Code: e)ri/sporos

English (LSJ)

ον, well-sown, αἶα Opp.C.2.119.

German (Pape)

[Seite 1031] αἶα, sehr besäet, Opp. C. 2, 119.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσπορος: -ον, καλῶς ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς ἀνάγνωσις Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.

Greek Monolingual

ἐρίσπορος, -ον (Α)
ο σπαρμένος καλά («ἐρίσπορος αἶα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο ερι- + σπόρος.