στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: ἐσχᾰρωμα | Medium diacritics: ἐσχάρωμα | Low diacritics: εσχάρωμα | Capitals: ΕΣΧΑΡΩΜΑ |
Transliteration A: eschárōma | Transliteration B: escharōma | Transliteration C: escharoma | Beta Code: e)sxa/rwma |
ατος, τό, scab, eschar, Hippiatr.81.
[Seite 1045] τό, der Schorf, Sp.
ἐσχάρωμα: τό, «κακάδι», Ἱππιατρ. σ. 210, 211.
ἐσχάρωμα, τὸ (Μ) εσχαρώ
εσχάρα έλκους, κακάδι.