ἀκατανάγκαστος

From LSJ
Revision as of 09:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανάγκαστος Medium diacritics: ἀκατανάγκαστος Low diacritics: ακατανάγκαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akatanánkastos Transliteration B: akatanankastos Transliteration C: akatanagkastos Beta Code: a)katana/gkastos

English (LSJ)

ον, not compulsory, Diogenian. Epicur.3.61, Porph. ap. Eus.PE5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανάγκαστος: -ον, ὁ μὴ ἀναγκαστικός, ὁ μὴ ἠναγκασμένος, ἑκούσιος, Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 196D, 199A.

Spanish (DGE)

-ον
1 no coaccionado, no obligado, libre Diogenian.Epicur.3.61, εἰ γὰρ δὴ ἀβίαστον καὶ ἀκατανάγκαστον καὶ πάντων κρεῖττον τὴν φύσιν ἀπαθὲς ὂν καὶ ἐλεύθερον τὸ θεῖον Eus.PE 5.9, cf. Porph. en Eus.PE 5.10
innecesario, no exigido διὰ τὸ μέτρου Eust.961.35.
2 adv. -ως sin obligar, sin coacción Chrys.M.52.836.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανάγκαστος, -ον) καταναγκάζω
1. αυτός που δεν είναι αναγκαστικός, που δεν επιβάλλεται με τη βία
2. όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό.