ἀληθομυθέω
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
speak truth, Democr. 225.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθομῡθέω: λαλῶ ἀλήθειαν, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 140. 26· ἀλλ’ ὁ Gaisford καὶ ἄλλοι ἔχουσιν ἀληθομηθεύω.
Spanish (DGE)
decir la verdad Democr.B 225.
Russian (Dvoretsky)
ἀληθομῡθέω: говорить правду Democr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀληθομυθέω ἀληθόμυθος inf. ἀληθομυθέειν, de waarheid spreken.