ἀνάστροφος
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ον, = ἀναστρόφιος, Papp.828.17 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ον
1 mat. recíproco Papp.828.17.
2 adv. -ως inversamente, al revés Chrysipp.Stoic.2.71, Iambl.VP 118.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω
1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος
2. επίρρ. ανάστροφα
αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία
3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη
ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.