ἀνέρπω
English (LSJ)
creep upwards, E.Ph.1178: aor. ἀνείρπῠσα Ar.Pax585, Luc.Nec.22, etc.; ofivy, E.Fr.88; spring up, of water, Call.Ap.110; ἀ. πρὸς τὸ μετεωρότερον Arist.PA688a10; ἐστὰς ῥῖνας Hp.Vict.3.76.
German (Pape)
[Seite 226] nur praes., dasselbe, Eur. Phoen. 1185.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέρπω: ἕρπω πρὸς τὰ ἄνω, ἕρπων ἀναβαίνω, Εὐρ. Φοίν. 1178· ἀόρ. ἀνείρπῠσα) πρβλ. ἕρπω, ἕλκω), Ἀριστοφ. Εἰρ. 586, Λουκ. Νεκυομ. 22. κτλ.· ἐπὶ κισσοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 89: ἐπὶ ὕδατος, ἀναβλύζω, Καλλ. Ἀπ. 110· ἀν. πρὸς τὸ μετεωρότερον, βαθμηδὸν ἀνυψοῦμαι εἰς..., Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 31.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
monter en rampant.
Étymologie: ἀνά, ἕρπω.
Spanish (DGE)
1 intr. subir una escala E.Ph.1178
•trepar de los cuadrúpedos polidáctilos, Arist.PA 688a10, de la yedra, E.Fr.88
•brotar del agua, Call.Ap.111
•subir ἐς τὰς ῥῖνας ἀνέρπει τὸ ὀξὺ Hp.Vict.3.76.
2 tr. escalar τείχεα Arat.958, cf. Polyaen.4.3.29.
Greek Monolingual
ἀνέρπω (Α)
1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω
2. ξεπηδώ, αναβλύζω.
Greek Monotonic
ἀνέρπω: με αόρ. αʹ ἀνείρπῠσα, έρπω προς τα πάνω, ανεβαίνω έρποντας σε Αριστοφ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέρπω: ползти вверх, взбираться (κισσὸς ἀνεῖρπε Eur.; πρὸς τὸ μετεωρότερον Arst.).
Middle Liddell
to creep up or upwards, Ar., Luc.