ἀνελέητος
English (LSJ)
ον, without pity, Arist.Phgn.808b1; εἰς ἀδελφόν Lib. Decl.47.32.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελέητος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀνηλεής, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 14, Λιβάν. 4. 678.
Spanish (DGE)
v. ἀνηλέητος I 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνελέητος, -ον)
ο χωρίς έλεος, ανηλεής, σκληρός
νεοελλ.
αυτός που δεν βρίσκει έλεος, επιείκεια, βοήθεια, ελεημοσύνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελέητος: Arst. = ἀνελεήμων.