ἀνθυπατεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, proconsulate, CIG (add.)3841f (Aezani), BCH 11.110 (Epist. Hadriani), Hdn.7.5.2, Just.Nov.8.1: pl., ib.26.5 Intr.
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, das Proconsulat, Dio C. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπᾰτεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθυπάτου, Ἡρωδιαν. 7. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 3841f.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
proconsulado, IGR 4.572 (Ezanos I/II d.C.), Hell.6.81.32 (Misia II d.C.), Hdn.7.5.2, Iust.Nou.8.1, 26.5.
Greek Monolingual
ἀνθυπατεία, η (AM)
1. το αξίωμα του ανθύπατου
2. ο χρόνος της υπηρεσίας κάποιου ως ανθύπατου.