σέβας
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
τό, only nom., acc., and voc. sg.; pl.
A σέβη A. Supp.755, as if from σέβος, τό: (σέβομαι):—reverential awe, which prevents one from doing something disgraceful (cf. σέβομαι), σ. δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Il.18.178; αἰδώς τε σ. τε h.Cer.190; also awe with a notion of wonder, σ. μ' ἔχει εἰσορόωντα Od.3.123, 4.75, cf. 142, etc.: generally, reverence, worship, honour, σ. ἀφίσταται A.Ch.54 (lyr.); σ. τὸ πρὸς θεῶν Id.Supp.396 (lyr.): c. gen. objecti, Διὸς σέβας reverence for him, Id.Ch.645 (lyr.): c. gen. subjecti, πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σ. ἀστῶν Id.Eu.690; so εἰ. περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σ. S.Ant.304. II after Hom., the object of reverential awe, holiness, majesty, σ. Τροΐας Sapph.Supp.5.9; δαιμόνων σ. A.Supp. 85 (lyr.); γᾶ, πάνδικον σ. ib.776 (lyr.); θεῶν σέβη ib.755, cf. E.Med.752; Ἥλιε, . . Θρῃξὶ πρέσβιστον σ. (as Bothe and Lob. for σέλας) S.Fr.582; σ. ἐμπόρων, of a funeral mound serving as a land-mark, E.Alc.999 (lyr.): hence periphr. of reverend persons, ὦ μητρὸς ἐμῆς σ. A.Pr.1091 (anap.); σ. κηρύκων, of Hermes, Id.Ag.515; σ. ὦ δέσποτ' Id.Ch.157 (lyr.), cf. E.IA633; Πειθοῦς σ. A.Eu.885; τοκέων σ. ib.546 (lyr.); Ζηνὸς σ. S.Ph.1289; of things, σ. μηρῶν A.Fr.135; χειρός E.Hipp. 335; σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ar.Nu.302. 2 object of awestruck wonder, σ. πᾶσιν ἰδέσθαι h.Cer.10: πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, of Orestes, S.El.685; of the arms of Achilles, Id.Ph.402 (lyr.).