ἁλιφθερόω
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
shipwreck, and metaph., ruin, Sophr.35:—ἁλιφθερῶσαι· ἀφανίσαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιφθερόω: διὰ ναυαγίου καταστρέφω, καὶ μεταφ. καταστρέφω, Σοφ. παρ’ Ἐτυμ. Μ. 776. 46: ― «ἁλιφθερῶσαι, ἀφανίσαι, ἀπολέσαι», Ἡσύχ. Πρβλ. Λοβ. Σοφ. Αἴ. σ. 358.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
echar a pique, arruinar ὁ τόκος νιν ἀλιφθερώκει el interés lo ha echado a pique Sophr.34, cf. Hsch.