ἄνικμος
English (LSJ)
ον, without moisture, Arist.Pr.906b19, Plu.2.951b; sapless, Thphr.CP6.20.2.
German (Pape)
[Seite 237] (ἰκμάς), ohne Feuchtigkeit, trocken, Arist. probl. 12. 3; Plut. neben ξηρός; vgl. Artemid. 1, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνικμος: -ον, (ἰκμὰς) ὁ ἄνευ ἰκμάδος, ἡ δὲ Λιβύη ἀμμώδης καὶ ἄνικμος Ἀριστ. Προβλ. 12. 3, 5, Πλούτ. 2. 951Β. ― Ἐπίρρ. -μως Ἀθανάσ.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ον
1 que carece de humedad, seco ἡ δὲ Λιβύη ἀμμώδης καὶ ἄ. Arist.Pr.906b19, ῥόδον Thphr.CP 6.20.2, cf. Sch.Hes.Th.565, Plu.2.951b, Hsch.
2 adv. -ως sin humedad ῥάβδον ἀ. βλαστήσασαν Ath.Al.M.28.993C.
Greek Monolingual
ἄνικμος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει ικμάδα, υγρασία, ο ξερός
2. (για φυτά) ο δίχως χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ικμάς (-άδος) «υγρασία»].
Russian (Dvoretsky)
ἄνικμος: лишенный влаги, сухой (Λιβύη Arst.; ἀήρ Plut.).