Διοτρεφής

From LSJ
Revision as of 10:29, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Διοτρεφής Medium diacritics: Διοτρεφής Low diacritics: Διοτρεφής Capitals: ΔΙΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: Diotrephḗs Transliteration B: Diotrephēs Transliteration C: Diotrefis Beta Code: *diotrefh/s

English (LSJ)

ές, fostered, cherished by Zeus, βασιλῆες Il.2.196, Hes. Th.82, etc.; αἰζηοί Il.2.660; also of the Scamander, fed by rain, 21.223. (Cf. Διειτρέφης, Διειτρεφής.)

Greek (Liddell-Scott)

Διοτρεφής: -ές, ὑπὸ τοῦ Διὸς τεθραμμένος, παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ εὐγενῶν, πρβλ. Διογενής· - ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, Ἰλ. Φ. 223, ἴσως εἶναι = διϊπερής, ὃ ἴδε. - Πρβλ. Διϊτρεφής.

English (Strong)

from the alternate of Ζεύς and τρέφω; Jove-nourished; Diotrephes, an opponent of Christianity: Diotrephes.

Greek Monotonic

Διοτρεφής: -ές (τρέφω), αναθρεμμένος από τον Δία, λέγεται για βασιλιάδες και ευγενείς, σε Όμηρ.

Middle Liddell

adj τρέφω
cherished by Zeus, of kings and nobles, Hom.