Διοτρεφής
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ές, fostered, cherished by Zeus, βασιλῆες Il.2.196, Hes. Th.82, etc.; αἰζηοί Il.2.660; also of the Scamander, fed by rain, 21.223. (Cf. Διειτρέφης, Διειτρεφής.)
Greek (Liddell-Scott)
Διοτρεφής: -ές, ὑπὸ τοῦ Διὸς τεθραμμένος, παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ εὐγενῶν, πρβλ. Διογενής· - ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, Ἰλ. Φ. 223, ἴσως εἶναι = διϊπερής, ὃ ἴδε. - Πρβλ. Διϊτρεφής.
English (Strong)
from the alternate of Ζεύς and τρέφω; Jove-nourished; Diotrephes, an opponent of Christianity: Diotrephes.
Greek Monotonic
Διοτρεφής: -ές (τρέφω), αναθρεμμένος από τον Δία, λέγεται για βασιλιάδες και ευγενείς, σε Όμηρ.