αὐτοχειροτόνητος
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ον, self-elected, D.19 Arg.ii9.
German (Pape)
[Seite 404] von sich selbst gewählt, Dem. 19 Argum.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχειροτόνητος: -ον, ὁ ἑαυτὸν χειροτονήσας, Ὑπόθεσις εἰς τὸν π. Παραπρεσβ. λόγον τοῦ Δημοσθ. 338. 7, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
elegido en su propia propuesta de sufragio, Αἰσχίνης αὐτοχειροτόνητος πρεσβευτὴς ἀπῆλθε D.19 argumen.2.9, fig. γενοῦ ... αὐτοχειροτόνητος οἰκονόμος πενήτων Chrys.Hom.43.1 in 1Cor.M.61.368
•de un toro elegido por sí mismo en la lucha jefe de la manada αὐ. προβέβληται τύραννος Eutecnius C.Par.19.30.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοχειροτόνητος: сам себя избравший arg. ad Dem.