εὐηγορία
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ἡ, good words, praise, Call.Lav.Pall.139.
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, das Lobpreisen, Callim. Lav. Pall. 139.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηγορία: ἡ, καλὸς λόγος, ἔπαινος, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139.
Greek Monolingual
εὐηγορία, ἡ (Α) ευήγορος
1. καλά λόγια, εγκώμιο
2. ευγενική γλώσσα, προσεγμένη διατύπωση.