οἰκοδίαιτος

From LSJ
Revision as of 10:38, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδίαιτος Medium diacritics: οἰκοδίαιτος Low diacritics: οικοδίαιτος Capitals: ΟΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: oikodíaitos Transliteration B: oikodiaitos Transliteration C: oikodiaitos Beta Code: oi)kodi/aitos

English (LSJ)

[ῐ], ον, living in the house, ἀλεκτρυόνες Gal.14.215.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδίαιτος: -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰκοδίαιτος, -ον)
αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγρο-δίαιτος, ραβδο-δίαιτος].