οἰκοδίαιτος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδίαιτος Medium diacritics: οἰκοδίαιτος Low diacritics: οικοδίαιτος Capitals: ΟΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: oikodíaitos Transliteration B: oikodiaitos Transliteration C: oikodiaitos Beta Code: oi)kodi/aitos

English (LSJ)

[ῐ], ον, living in the house, ἀλεκτρυόνες Gal.14.215.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδίαιτος: -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰκοδίαιτος, -ον)
αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγροδίαιτος, ραβδοδίαιτος].

German (Pape)

im Hause lebend, Sp.