οἰκοδίαιτος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[ῐ], ον, living in the house, ἀλεκτρυόνες Gal.14.215.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδίαιτος: -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α οἰκοδίαιτος, -ον)
αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγροδίαιτος, ραβδοδίαιτος].
German (Pape)
im Hause lebend, Sp.