οἴκει
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
Adv., = οἴκοι, Men.1044.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.
Greek Monolingual
οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].
Russian (Dvoretsky)
οἴκει: adv. Men. = οἴκοι.